- διβουλία
- η [δίβουλος]η ιδιότητα τού δίβουλου, παλιμβουλία, διγνωμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διγνωμία — (ΜΝ) και διγνωμιά, η [δίγνωμος] η αμφίρροπη γνώμη πάνω σ ένα ζήτημα, διβουλία, αμφιταλάντευση … Dictionary of Greek